- ἀτρύφητος
- ἀ-τρύφητος, nicht schwelgerisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ατρύφητος — ἀτρύφητος, ον (Α) αυτός που δεν είναι έκδοτος στην τρυφή και τη μαλθακότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυφώ ( άω) < τρυφή «απαλότητα, μαλθακότητα»] … Dictionary of Greek